- απασβέστωση
- η1. η ασβεστοποίηση*2. η ελάττωση, τοπική ή γενική των αλάτων ασβεστίου που περιέχονται φυσιολογικά στα οστά και τα δόντια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απασβέστωση — η μετατροπή με την καύση των ασβεστόλιθων σε ασβέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απασβεστώνω — 1. μεταβάλλω ασβεστόλιθο σε άσβεστο με καύση 2. κάνω απασβέστωση, αφαιρώ από μέσα την άσβεστο … Dictionary of Greek
πικλάρισμα — το, Ν η τοποθέτηση τών δερμάτων σε διάλυμα θειικού ή άλλου οξέος και αλατιού, μετά την απασβέστωσή τους στο βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίκλα] … Dictionary of Greek
διαγένεση — Όρος της γεωλογίας ο οποίος περιλαμβάνει το σύνολο των φυσικοχημικών και μηχανικών φαινομένων που μετατρέπουν τα ασύνδετα ιζήματα σε πραγματικά πετρώματα, τροποποιώντας τη δομή, τον ιστό ή ακόμα τη χημική τους σύσταση. Μετά τη διάβρωση πετρωμάτων … Dictionary of Greek
κυτταρικό τοίχωμα — Μη πρωτοπλασματικός σχηματισμός που συναντάται στα φυτικά κύτταρα. Η παρουσία του είναι σημαντική, γιατί συντελεί στον καθορισμό του σχήματος των φυτικών κυττάρων και, επιπλέον, παρέχει τη δυνατότητα να δημιουργούνται φυτικοί οργανισμοί με μεγάλο … Dictionary of Greek